τετραχλωριούχος

τετραχλωριούχος
-α, -ο, Ν
1. (για χημική ένωση) αυτός που περιέχει στο μόριό του τέσσερα άτομα χλωρίου
2. φρ. «τετραχλωριούχο ακετυλένιο» — το τετραχλωροαιθάνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrachloro (< τετρ(α)-* + χλώριο) + -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Τηλέμ. Κομνηνό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυροσβεστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την κατάσβεση πυρκαγιάς περιορισμένης έκτασης. Χρησιμοποιούνται σήμερα π. σε διαφόρους τύπους και διαστάσεις, προσαρμοσμένοι για διάφορες συνθήκες περιβάλλοντος και για διαφορετικά καιόμενα υλικά. Η δράση τους, σε όλους τους …   Dictionary of Greek

  • χλώριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cl· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων· έχει ατομικό αριθμό 17, ατομικό βάρος 35,457, δύο ισότοπα σταθερά, με ατομικό αριθμό 35 και 37 σε αντίστοιχες αναλογίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”