- τετραχλωριούχος
- -α, -ο, Ν1. (για χημική ένωση) αυτός που περιέχει στο μόριό του τέσσερα άτομα χλωρίου2. φρ. «τετραχλωριούχο ακετυλένιο» — το τετραχλωροαιθάνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrachloro (< τετρ(α)-* + χλώριο) + -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Τηλέμ. Κομνηνό].
Dictionary of Greek. 2013.